- cryochimie
-
Encyclopédie Universelle. 2012.
● cryochimie nom féminin Domaine de la chimie faisant appel aux cryotempératures.
Encyclopédie Universelle. 2012.
κρυοχημεία — Κλάδος της φυσικοχημείας, που ερευνά τα φαινόμενα στις χαμηλές θερμοκρασίες. Βλ. λ. κρυοσκοπία. * * * η χημ. τομέας τής χημείας που μελετά τα χημικά φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ … Dictionary of Greek
criochimie — criochimíe s. f. → chimie Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Dicţionar ortografic CRIOCHIMÍE s. f. chimie a temperaturilor joase. (< fr. cryochimie) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN … Dicționar Român